- περίπατος
- ο1. βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, σουλάτσο.2. σύντομη διαδρομή: Κάναμε έναν περίπατο ως το κτήμα μας.3. το μέρος όπου γίνεται περίπατος: Ο κεντρικός περίπατος της Θεσσαλονίκης είναι η παραλία.4. φρ., «Πάει περίπατο», χάθηκε, δε βρίσκεται πια, δεν έχει αξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.